-
1 λημματίζω
A place to credit, PFlor.361.7 (iii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λημματίζω
См. также в других словарях:
λημματίζω — (Α) [λήμμα] 1. παρέχω πίστωση, πιστώνω 2. δέχομαι ως υπόθεση («τὰ λελημματισμένα» βάσεις συλλογισμού, προτάσεις, προϋποθέσεις, Απολλ. Δύσκ.) … Dictionary of Greek